καμπύλους

καμπύλους
καμπύλος
bent
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • PES — nc in limine offendat, cavere iussit Veterum superstitio. Mali enim ominis id habebatur, Si exituro limen insonuisset, Pes haesisset, Plin. l. 2. c. 7. Vide Plut. in Demetrio et in Gracchis, Val. Max. l. 1. c. 4. de eod. Graccho etc. Sueton. in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καμπύλοχος — καμπύλοχος, ον (Α) (για άροτρο) αυτός που έχει καμπύλους τροχούς, καμπυλότροχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + οχος (< ὀχοῦμαι), πρβλ. νή οχος] …   Dictionary of Greek

  • στάμνος — ὁ, ἡ, ΝΜΑ πήλινο ευρύστομο αγγείο με υψηλούς καμπύλους ώμους, κοντό λαιμό, αρκετά μεγάλη κοιλιά και δύο οριζόντιες λαβές στην ευρύτερη διάμετρό του το οποίο εμφανίστηκε στην αττική κεραμεική το β τέταρτο τού 6ου αιώνα και χρησιμοποιήθηκε για την… …   Dictionary of Greek

  • Θέρμος ή Θέρμο — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψομ. 360 μ., 1.898 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδος του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Αποτελεί έδρα του δήμου Θέρμου. Κοντά στον οικισμό, στο οροπέδιο κάτω από το βουνό Μέγας Λάκκος βρίσκονται τα ερείπια του αρχαίου Θ.… …   Dictionary of Greek

  • Μαστιχοχώρια — Ομαδική ονομασία οικισμών της Χίου. Βρίσκονται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού, στην περιοχή που καλλιεργείται ο μαστιχοφόρος σχίνος, από τον κορμό του οποίου συλλέγεται η μαστίχα, που αποτελούσε για πολλούς αιώνες κύριο και σχεδόν αποκλειστικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”